-
1 хвост
-а α.1. η ουρά•махать -ом κουνώ την ουρά•
конский хвост η αλογουρά.• коровий хвост η γελαδουρά•
собачий хвост η ουρά του σκύλου•
хвост ящерицы η ουρά της σαύρας•
хвост птиц η ουρά. των πουλιών•
распустить хвост (για πτηνά) ανοίγω την ουρά.
2. το πίσω μέρος γενικά•хвост самолта η ουρά του αεροπλάνου•
хвост комета η ουρά του κομήτη•
платье с -ом φόρεμα με ουρά (πολύ μακρύ, συρόμενο)•
хвост колонны η ουρά της φάλαγγας•
хвост редиски η ουρά του ρεπανιού.
3. η σειρά•хвост за билетами ουρά για εισιτήρια•
стоять в -е στέκομαι στη σειρά.
4. μτφ. υποχρέωση, οφειλή• εργασία μη περατωμένη• υπόλοιπο υποχρέωσης•ликвитация -ов εξάλειψη των οφειλών•
студенты сдают -ы οι φοιτητές δίνουν εξετάσεις που χρωστούν (που δεν πέρασαν στις προηγούμενες).
5. υπολείμματα, απορρίμματα, απομεινάδια ορυκτών.εκφρ.задрать — – σηκώνω (ψηλά) τη μύτη, το παίρνω επάνω μου• γίνομα.ι υπερόπτης•поджать (опустить, подвернуть) хвост – (απλ.) βάζω την ουρά στα σκέλη (συμμαζεύομαι, σωφρωνίζομαι, ταπεινώνομαι)•показать хвост – δείχνω τις πλάτες, φεύγω, το στρίβω•быть, идти – κ.τ.τ. в - είμαι ουραγός (τελευταίος)•схватить за хвост идею – πιάνω ξαφνικά την ιδέα (την κατάλληλη λύση)•быть (висеть) на -е – φτάνω κάπο ιον, προσεγγίζω•наступить на хвост коку – θίγω, προσβάλλω κάποιον (и) в хвост и в гриву (гнать, бить κλπ.) (απλ.) μ όλη τη δύναμη, μ όλα τα δυνατά, όσο μπορώ•насыпать соли на хвост кому – προξενώ δυσάρεστα σε κάποιον•не прищей кобыле – (απλ.) μη χώνεις τη μούρη σου ή την ουρά σου•псу под хвост – (απλ.) άδικα, μάταια, στα χαμένα.